- πορνοκοπία
- πορνο-κοπία, ἡ,A whoremongering, Sch.Ar.Av.286.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πορνοκοπία — ἡ, Α [πορνοκόπος] η συναναστροφή με πόρνες … Dictionary of Greek
πορνοκοπίαν — πορνοκοπίᾱν , πορνοκοπία whoremongering fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)